O σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 είναι το δεύτερο σε συχνότητα χρόνιο νόσημα της παιδικής ηλικίας μετά το άσθμα και παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια αύξηση 3-5% ετησίως. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα παρουσιάζονται περίπου 130 νέες περιπτώσεις σε παιδιά ηλικίας 0-14 ετών. Στη χώρα μας περισσότερα από 35.000 παιδιά πάσχουν από διαβήτη και χρειάζεται να κάνουν καθημερινά 4 ενέσεις ινσουλίνης. Δεν είναι λοιπόν λίγα τα παιδιά που αντιμετωπίζουν πρόβλημα διαβήτη στις μέρες μας και για αυτό ακριβώς το λόγο οι γονείς αλλά και οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι ούτως ώστε να είναι σε θέση να τους παράσχουν την απαραίτητη φροντίδα και βοήθεια.
Ο παιδικός διαβήτης είναι εξειδικευμένος τομέας της κλινικής διαιτολογίας. Η παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής σε επίπεδο διατροφής θα πρέπει να γίνεται από κλινικό διαιτολόγο με ειδίκευση στην παιδιατρική, και πιο συγκεκριμένα στους ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη. Παρόλα αυτά υπάρχουν ορισμένα γενικά θέματα τα οποία αξίζει να γνωρίζουμε όλοι.
Οι ανάγκες για ενέργεια και βασικά διατροφικά στοιχεία που χρειάζεται ο οργανισμός αυτών των παιδιών αλλάζουν συνεχώς, αναλόγως τα στάδια ανάπτυξης στα οποία βρίσκονται. Οι διατροφικές συνήθειες και η δομή των γευμάτων σε αυτές τις ηλικίες κατά πάσα πιθανότητα θα είναι πιο ποικίλες και απρόβλεπτες, απ’ ό,τι αυτές των ενηλίκων. Οι προτιμήσεις ή η αποστροφή των παιδιών για ορισμένου τύπου φαγητά αλλάζει με το χρόνο και με τις φάσεις της μόδας, ενώ δεν είναι απίθανο να παρατηρηθεί και ανάρμοστη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του φαγητού.
Τα επίπεδα κινητικότητας των παιδιών συχνά αυξομειώνονται πολύ περισσότερο από αυτά των ενηλίκων και είναι πιο αυθόρμητα (π.χ. ξαφνικά ξεσπάσματα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, καθώς και κατά τη παρακολούθηση του μαθήματος της φυσικής αγωγής στο σχολείο). Το αποτέλεσμα αυτής της απότομης αυξομείωσης της κινητικότητας και της ανάρμοστης δομής της διατροφής είναι η αύξηση των πιθανοτήτων υπογλυκαιμίας στα παιδιά. Οι φροντιστές και γονείς των παιδιών που πάσχουν από διαβήτη πρέπει να γνωρίζουν πως να εμποδίσουν, να αντιμετωπίσουν και να θεραπεύσουν την υπογλυκαιμία. Συνεπώς, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων πρέπει να έχει αυτές τις γνώσεις, όπως για παράδειγμα οι γονείς, οι συγγενείς, οι φίλοι, το εκπαιδευτικό προσωπικό, οι νηπιαγωγοί, οι φροντιστές παιδιών και βρεφών και οι αρχηγοί νεανικών ομάδων.
Η ψυχολογική υποστήριξη των παιδιών που πάσχουν από διαβήτη είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος. Τα παιδιά συχνά μισούν το αίσθημα της διαφορετικότητας από τον περίγυρο τους, αλλά κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο έως ένα βαθμό για τα παιδιά που πάσχουν από διαβήτη. Η διαιτολογική παρέμβαση πρέπει να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ της διατήρησης επιθυμητών επιπέδων σακχάρου στο αίμα και ενός τρόπου ζωής που είναι όσο το δυνατό πιο φυσιολογικός για την ηλικία τους. Ένα άλλο θέμα το οποίο είναι μέγιστης σημασίας είναι η ανησυχία που έχουν οι γονείς, που αποτελεί μια τραυματική εμπειρία να μάθουν ότι το παιδί τους πάσχει από διαβήτη. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν θα χρειαστούν μεγάλη ψυχολογική υποστήριξη και καθησύχαση.
Παρόμοιας σημασίας είναι επίσης, στο παιδί που πάσχει από διαβήτη, η εδραίωση μιας υγιεινής διατροφής. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ενέργεια την οποία καταναλώνουν, έτσι ώστε να μην είναι υπερβολικά χαμηλή. Κατάλληλες διατροφικές πηγές αποτελούν τα μακαρόνια, το ψωμί, η πατάτα, το ρύζι, τα δημητριακά χωρίς ζάχαρη, τα όσπρια και τα φρούτα. Ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση λίπους. Τόσο το παιδί που πάσχει από διαβήτη, όσο και η οικογένεια του, θα ευεργετηθεί από μια διατροφή η οποία είναι χαμηλή σε λίπος, χρησιμοποιώντας μεθόδους μαγειρέματος όπως είναι ο ατμός, με την κατανάλωση μικρών ποσοτήτων άπαχου κρέατος, με την αφαίρεση της πέτσα από τα πουλερικά, και με την χρήση γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών σε λιπαρά. Παρόλα αυτά, γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλά σε λιπαρά είναι ακατάλληλα για παιδιά κάτω των δύο ετών και για παιδιά κάτω των 5 ετών με περιορισμένη όρεξη.
Νικόλαος Καραγιάννης BSc, SRD, MPhil
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος