Η βιταμίνη D είναι μια από τις απαραίτητες βιταμίνες για την ομαλή λειτουργία του ανθρωπίνου σώματος με πολλαπλούς ρόλους στο σώμα όπως την αφομοίωση του ασβεστίου από τα κόκκαλα, την διατήρηση των υγιών οστών, την ρύθμιση των γονιδίων και της κυτταρικής ανάπτυξης, την πρόληψη ασθενειών όπως η ραχίτιδα και η οστεοπόρωση και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η βιταμίνη D βρίσκεται σε λίγα σχετικά τρόφιμα και σε μικρές ποσότητες με αποτέλεσμα πολλά τρόφιμα της βιομηχανίας τροφίμων να εμπλουτίζονται με βιταμίνη D όπως τα δημητριακά πρωινού, οι χυμοί φρούτων και η μαργαρίνη. Σύμφωνα όμως με έρευνα του 2020 υπολογίζεται ότι το 50 % του πληθυσμού παγκοσμίως παρουσιάζει ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Συνήθως άτομα τα οποία πάσχουν από ανεπάρκεια βιταμίνης D δεν παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα, αλλά μπορεί να παρατηρήσουν κάποιες ενδείξεις που να υποδεικνύουν ανεπάρκεια. Η συχνή παρουσία λοιμώξεων του αναπνευστικού μπορεί να σχετίζεται με έλλειψη βιταμίνης D, καθώς ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Αυξημένη κόπωση και μυϊκή αδυναμία σχετίζονται με ανεπάρκεια βιταμίνης D, καθώς συμβάλει στην οστική μας υγεία. Πόνοι αρθρώσεων έχουν συσχετιστεί με ελλιπές επίπεδα βιταμίνης D, ενώ έρευνα του 2012 έδειξε ότι χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Αυξημένες πιθανότητες καταγμάτων παρουσιάζουν ιδιαίτερα οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση σε συνδυασμό με ανεπάρκεια βιταμίνης D, καθώς είναι απαραίτητη για υγιή οστά. Επίσης, έρευνα του 2019 παρουσίασε ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με κατάθλιψη, καθώς ο εγκέφαλος φέρει υποδοχείς της βιταμίνης D, η οποία τον προστατεύει με την αντιφλεγμονώδης δράση της. Τέλος η αργή επούλωση των πληγών μπορεί να σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα της βιταμίνης D, καθώς έρευνα έδειξε ότι ασθενείς με έλκη στα πόδια έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν ανεπάρκεια βιταμίνης D και η χρήση συμπληρωμάτων ενίσχυσε την επούλωση των πληγών.

Σε γενικές γραμμές η παντελής ανεπάρκεια βιταμίνης D προκαλεί ραχίτιδα στις μικρές ηλικίες, κάτι σπάνιο στις αναπτυγμένες χώρες, που επηρεάζει την ανάπτυξη των οστών και των αρθρώσεων. Επίσης, η μειωμένη ποσότητα βιταμίνης D έχει βρεθεί ότι επηρεάζει αρνητικά την καρδιακή υγεία, λόγω των αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων που φέρει. Παλιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να προκαλέσει υπέρταση και μεταβολικό σύνδρομο. Τέλος, η ανεπαρκής πρόσληψη βιταμίνης D έχει συνδεθεί με αυτοάνοσα νοσήματα, όπως διαβήτης τύπου Ι, σκλήρυνσης κατά πλάκας, ρευματοειδής αρθρίτιδας και νόσος του Crohn.

Διατροφικές πηγές βιταμίνης D αποτελούν τα λιπαρά ψάρια, το μοσχαρίσιο συκώτι, τα αυγά, τα γαλακτοκομικά, τα μανιτάρια, το τόφου, αλλά σε γενικές γραμμές η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής βιταμίνης D και πολλές φορές και ασβεστίου, δεν ελλοχεύουν κινδύνους για ασθενείς που παρουσιάζουν ανεπάρκεια, την οποία μπορούμε να ελέγχουμε κάνοντας ένα απλό αιματολογικό τεστ.

Σε γενικές γραμμές η έλλειψη βιταμίνης D δεν παρουσιάζει έντονα συμπτώματα, αλλά καλό είναι να γίνεται συχνός έλεγχος και να είμαστε προσεκτικοί σε περίπτωση που πάρουμε συμπληρώματα να μην υπερβαίνουν κατά πολύ την συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Διαιτολόγος – Dietitian