Η πείνα σχετίζεται με την ανάγκη του σώματος μας να καταναλώσουμε φαγητό, που συνήθως εξαλείφεται αφού έχουμε φάει. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις ατόμων οι οποίοι νοιώθουν το αίσθημα της πείνας μόνιμα ή δεν νοιώθουν το συναίσθημα της πληρότητας (να χορτάσουν) αφού έχουν φάει. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε λάθος διατροφικές συμπεριφορές ή ορισμένες φορές να οφείλεται σε κάποιες παθήσεις.
Αρχικά όταν μπαίνουμε σε μια διαδικασία ‘δίαιτας’ ή πιο απλά μειωμένης πρόσληψης θερμίδων, με απώτερο σκοπό την απώλεια βάρους, είναι λογικό και ως ένα βαθμό αναμενόμενο να αισθανόμαστε πείνα αρκετά συχνά. Όταν το σώμα δεν παίρνει τον απαραίτητο αριθμό θερμίδων το στομάχι παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται γκρελίνη γνωστή και ως η ορμόνη της πείνας, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πείνα ενώ έχουμε φάει.Μια διατροφή υψηλή σε ζάχαρη έχει βρεθεί ότι αυξάνει το συναίσθημα της πείνας. Η κατανάλωση ζάχαρης έχει βρεθεί ότι προκαλεί απότομη αρχικά αύξηση και στη συνέχεια πτώση στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα με αποτέλεσμα μετά την κατανάλωση ζάχαρης σε δυο ώρες να παρατηρούνται στο σώμα υπογλυκαιμικές τάσεις και αυτό συνεπάγεται ότι βιώνουμε το αίσθημα της πείνας. Παράλληλα έρευνα σε ζώα του 2016 έδειξε ότι και η κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών που χρησιμοποιούνται από την βιομηχανία τροφίμων για την μείωση της ζάχαρης (για προϊόντα light και diet), προκάλεσε αύξηση στα επίπεδα της πείνας. Η πολύ χαμηλή κατανάλωση πρωτεΐνης έχει βρεθεί ότι ενισχύει το συναίσθημα της πείνας. Σε έρευνα του 2015 μεταξύ δυο γκρουπ μαθητών που κατανάλωναν ισοθερμικά πρωινά, αλλά το ένα ήταν χαμηλό σε πρωτεΐνη και το άλλο υψηλό, το γκρουπ των μαθητών με την υψηλή κατανάλωση πρωτεΐνης στο πρωινό τους πεινούσαν λιγότερο μέχρι το επόμενο γεύμα. Για τον ενήλικα άνδρα φυσιολογικού βάρους η μέση κατανάλωση πρωτεΐνης ημερησίως θα πρέπει να είναι περίπου στα 56 γραμμάρια, ενώ το ανάλογο για τις γυναίκες είναι τα 46 γραμμάρια πρωτεΐνης την ημέρα. Είναι σημαντικό αυτή η κατανάλωση να μοιράζεται στα επιμέρους γεύματα μέσα στην μέρα, παρά να καταναλώνεται συγκεντρωτικά σε ένα γεύμα. Η επαρκής ενυδάτωση, πέρα από το γεγονός ότι είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του σώματος μας, φαίνεται να επηρεάζει και το συναίσθημα της πείνας. Σε μια έρευνα του 2014 γυναίκες κατανάλωναν μισό λίτρο νερό 30 λεπτά πριν κάθε γεύμα, πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό και μετά από 8 εβδομάδες παρουσίασαν πτώση βάρους, ενώ δήλωναν μειωμένη αίσθηση πείνας. Η χαμηλή κατανάλωση φυτικών ινών επηρεάζει και ενισχύει το συναίσθημα της πείνας. Οι φυτικές ίνες συμβάλουν στην ομαλή λειτουργία του εντέρου μας και της πέψης, αλλά μειωμένη κατανάλωση αυτών οδηγεί σε ανεπαρκή κορεσμό και κατά επέκταση πείνα. Οι διατροφικές οδηγίες λένε ότι ο ενήλικας άνδρας πρέπει να λαμβάνει 38 γραμμάρια φυτικών ινών ημερησίως, ενώ για την ενήλικη γυναίκα η κατανάλωση φυτικών ινών πρέπει να αγγίζει τα 25 γραμμάρια την ημέρα.Ανεπαρκής ύπνος φαίνεται να αυξάνει την όρεξη. Είναι γνωστό ότι όταν δεν κοιμόμαστε τουλάχιστον για 7 ώρες την ημέρα αυτό μπορεί να επηρεάσει την ορμονική λειτουργία του σώματος μας και έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με αυξημένη παραγωγή της ορμόνης της πείνας (γκρελίνη), αυξημένη κατανάλωση φαγητού και αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης παχυσαρκίας και διαβήτη.
Σε έρευνα του 2015 οι επιστήμονες κατέληξαν ότι πολλές φορές έχουμε την τάση να συγχέουμε το συναίσθημα της βαρεμάρας με αυτό της πείνας και να αναζητούμε ανταμοιβή μέσα από την κατανάλωση φαγητού. Επίσης, το έντονο στρες φαίνεται να αυξάνει τα επίπεδα παραγωγής της γκρελίνης με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πιο έντονο το συναίσθημα της πείνας.
Η αυξημένη κατανάλωση αλατιού φαίνεται να επηρεάζει την όρεξη μας και μια μικρή έρευνα του 2016 έδειξε ότι μεταξύ δυο γκρουπ συμμετεχόντων, το γκρουπ που κατανάλωσε το γεύμα με την υψηλότερη ποσότητα αλατιού, κατανάλωσε μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού σε σχέση με το γκρουπ συμμετεχόντων που κατανάλωσε το γεύμα με την χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι.
Η εμμηνόπαυση φαίνεται να επηρεάζει το συναίσθημα της πείνας στις γυναίκες και σύμφωνα με τους επιστήμονες η μείωση που παρατηρείται στα επίπεδα των οιστρογόνων αυξάνει το αίσθημα της πείνας.
Η χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία ανήκουν στις ομάδες των αντικαταθλιπτικών, αντιψυχωσικών και κορτικοστεροειδών μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολισμό και να αυξήσουν τα επίπεδα της όρεξης ενός ασθενή. Σημαντικό οι ασθενείς να αναφέρουν στους θεράποντες ιατρούς τυχόν αλλαγές στην κατανάλωση φαγητού και στο βάρος τους έτσι ώστε να υπάρξει αναπροσαρμογή της δοσολογίας ή της δραστικής ουσίας των φαρμάκων.
Η λεπτίνη είναι άλλη μια ορμόνη που παράγει το ανθρώπινο σώμα και επηρεάζει την όρεξη και πιο συγκεκριμένα είναι η ορμόνη που παράγεται μετά την κατανάλωση φαγητού, έτσι ώστε να μεταφερθεί το σήμα στον εγκέφαλο του κορεσμού. Η ιδιαιτερότητα της λεπτίνης είναι ότι όσο περισσότερα κιλά έχει κάποιος, τόσο πιο υψηλή η παραγωγή λεπτίνης και τόσο μεγαλύτερη η αντίσταση της δράσης της στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα άτομα με υψηλό βάρος να αισθάνονται πολύ πιο έντονο το συναίσθημα της πείνας. Η απώλεια βάρους ενισχύει την ευαισθησία του εγκεφάλου στην δράση της λεπτίνης και συνεπώς μειώνει το συναίσθημα της πείνας.
Η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει βρεθεί ότι αυξάνει την όρεξη, αφού η κατανάλωση αιθανόλης προκαλεί μείωση στην διάσπαση του λίπους και αύξηση στην διάσπαση των υδατανθράκων στο σώμα με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στην υπογλυκαιμία και στην περαιτέρω ανάγκη για κατανάλωση φαγητού.
Ο θηλασμός και η παραγωγή γάλακτος είναι γνωστό ότι αυξάνουν τις θερμιδικές ανάγκες των γυναικών με αποτέλεσμα να έχουμε έντονο συναίσθημα πείνας. Υπολογίζεται ότι η παραγωγή γάλακτος αυξάνει τον μεταβολισμό της μητέρας κατά περίπου 400 με 500 θερμίδες ημερησίως.
Τέλος, δυο ιατρικές παθήσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονο συναίσθημα πείνας και μόνιμη ανάγκη κατανάλωσης φαγητού πριν την διάγνωση και θεραπεία και πιο συγκεκριμένα ο υπερθυρεοειδισμός και ο διαβήτης τύπου ΙΙ. Βέβαια πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι και οι δύο παθήσεις έχουν και περαιτέρω συμπτώματα, μπορούν να διαγνωστούν μέσα από αιματολογικά τεστ, ανήκουν στις ενδοκρινολογικές παθήσεις και αντιμετωπίζονται φαρμακευτικά.
Βλέπουμε λοιπόν ότι πολλοί παράγοντες μπορεί να προκαλέσουν το συναίσθημα της πείνας, αλλά για αυτούς που το βιώνουν έντονα σε πρώτη φάση θα πρέπει να υιοθετήσουν μερικές υγιεινές συμπεριφορές όπως αύξηση στην κατανάλωση φυτικών ινών, πρωτεϊνών και νερού και μείωση στην κατανάλωση ζάχαρης, γλυκαντικών ουσιών, αλατιού, αλκοόλ και βιομηχανοποιημένων τροφίμων. Αν το σύμπτωμα της πείνας παραμείνει έντονο τότε καλό θα ήταν να έρθουν σε επαφή με κάποιο διαιτολόγο ή τον οικογενειακό γιατρό τους για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil
Διαιτολόγος – Dietitian