Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα αποτελούν μία από τις κύριες αιτίες καρδιολογικών νοσημάτων. Λίγοι όμως γνωρίζουν τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους που έχουν ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα τους. Μια έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα έδειξε ότι άτομα τα οποία είχαν χοληστερίνη κάτω του 160 mg/dL παρουσίασαν 10-20 % υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας σε σχέση με άτομα τα οποία είχαν χοληστερίνη μεταξύ 160-199 mg/dL. Επιπρόσθετα, το επιπλέον ποσοστό θνησιμότητας που παρουσίασαν σχετίζονταν με εμφάνιση καρκίνου (πνεύμονα και αιμοποιητικού συστήματος), πνευμονολογικές και πεπτικές ασθένειες, βίαιο θάνατο (αυτοκτονία και θανάσιμο τραυματισμό) και αιμορραγικό εγκεφαλικό. Οι τραγικές συνέπειες μίας ομάδας ασθενών με χαμηλή χοληστερίνη στο αίμα προβλημάτισε έντονα  τους διατροφολόγους και τους οδήγησε στο να αναρωτηθούν αν θα πρέπει τα μηνύματα στο ευρύ κοινό – σε ότι αφορά την διατροφή με σκοπό την μείωση χοληστερίνης – να στοχεύουν σε όλους ή μόνο σε αυτούς που παρουσιάζουν κίνδυνο καρδιοαγγειακών προβλημάτων.

 

Οι λόγοι για τους οποίους, κάποιος που ζει στο σύγχρονο πολιτισμό, παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης είναι αρκετοί. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν η κατανάλωση μιας διατροφής πολύ χαμηλής σε λίπος, η γενετική προδιάθεση ή κάποια υποβόσκουσα κλινική κατάσταση, όπως είναι η οξεία μόλυνση ή οι προκλινικές ασθένειες ή τέλος, κάποια άλλη διατροφική συνήθεια, όπως η αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ. Δυστυχώς, οι περισσότερες επιδημιολογικές έρευνες δεν κάνουν το διαχωρισμό σε ότι αφορά τις διαφορετικές αιτίες που οδηγούν στα πολύ χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα, έτσι ώστε να σχηματιστεί μια πιο ξεκάθαρη εικόνα.

 

Μια έρευνα, η οποία διήρκεσε για 16 χρόνια και διενεργήθηκε σε 6000 Ιάπωνες της Αμερικής, μελέτησε τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα σε σχέση με τα επίπεδα θνησιμότητας και έκανε το διαχωρισμό μεταξύ αυτών που παρουσίασαν σε κάποια δεδομένη στιγμή χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης ή είχαν χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης για τουλάχιστον 6 έτη. Πέρα από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή ότι τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης προκαλούν καρδιακές παθήσεις, περεταίρω αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μειωμένα επίπεδα χοληστερίνης ήταν συνυφασμένα με υπατικές ασθένειες και καρκινογενέσεις. Παράλληλα, τα άτομα τα οποία παρουσίασαν σταθερά (κατά την διάρκεια της έρευνας) μειωμένες τιμές στα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα (κάτω από 180 mg/dL) δεν έδειξαν να διατρέχουν κίνδυνο. Επιπλέον απόδειξη του ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο τα άτομα με γενετική προδιάθεση στα χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα είναι η μακροζωία η οποία βιώνουν καθώς και τα μειωμένα ποσοστά καρδιοαγγειακών ασθενειών στους πληθυσμούς που παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα, όπως οι Ιάπωνες (πιθανότατα λόγω της υψηλής κατανάλωσης ψαριού). Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, σε ότι αφορά την εμφάνιση χαμηλών επιπέδων χοληστερίνης σε κάποια δεδομένη στιγμή, λόγω υποβόσκουσας ασθένειας, αυτό είναι αποτέλεσμα συνήθως της ηπατίτιδας Β ή λόγω χρόνιας πνευμονολογικής ασθένειας- η οποία προήλθε από επαναλαμβανόμενες πνευμονολογικές μολύνσεις- και συνήθως τα χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης παρουσιάζουν την εμφάνιση τους 10 χρόνια νωρίτερα, προτού δηλαδή η ασθένεια να παρουσιάσει τα πρώτα της σημάδια.

 

Ανάμεσα στα μειονεκτήματα της παραπάνω έρευνας είναι ο αποκλεισμός των γυναικών από την μελέτη, λόγου του αδύναμου συσχετισμού που παρουσιάζεται μεταξύ χαμηλών επιπέδων χοληστερίνης και ασθένειας σε αυτά τα μέλη του πληθυσμού. Επίσης, τα άτομα τα οποία παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα είναι πολύ λίγα στο σύγχρονο πολιτισμό με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να εντοπιστούν και να βγάλουμε γενικότερα συμπεράσματα από τόσο μικρά δείγματα.

 

Σίγουρο είναι ότι άτομα με γενετική προδιάθεση στα χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο και ότι τα μηνύματα για την μείωση της χοληστερίνης και της υιοθέτησης ενός υγιέστερου τρόπου ζωής πρέπει να συνεχίσουν να προβάλλονται στο ευρύ κοινό.

Νικόλαος Καραγιάννης BSc, SRD, MPhil

Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος