Οι ερευνητές της κλινικής Mayo ισχυρίζονται πως το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού εμφανίζει κλινική δραστηριότητα χαμηλής τοξικότητας για τους ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν στη δεύτερη φάση των κλινικών δοκιμών ενός πειράματος που διενεργήθηκε.
Η μελέτη αυτή είναι η τελευταία σε μία σειρά μελετών που έχει παρουσιάσει η εν λόγω κλινική, η οποία ενδυναμώνει την προοπτική χρήσης της χημικής ουσίας επιγαλλοκατεχίνη gallate (EGCG), ένα από τα βασικά συστατικά του πράσινου τσαγιού, στον αγώνα για τη μείωση του αριθμού των κυττάρων λευχαιμίας στους πάσχοντες από χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία. Οι ερευνητές της κλινικής Mayo εξέτασαν για πρώτη φορά την εν λόγω ουσία πριν από οκτώ χρόνια σε διάφορες εργαστηριακές αναλύσεις και ανακάλυψαν πως μείωνε το ποσοστό επιβίωσης των κυττάρων λευχαιμίας στους ασθενείς που έπασχαν από τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου. Τα εργαστηριακά αποτελέσματα διαδέχτηκε μια επιτυχημένη πρώτη φάση κλινικών δοκιμών, η πρώτη στην οποία χρησιμοποιήθηκε το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού σε ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία.
Ο αιματολόγος ερευνητής και καθηγητής ιατρικής Neil Kay, στου οποίου το εργαστήριο εξετάστηκε για πρώτη φορά το εκχύλισμα πράσινου τσαγιού σε λευχαιμικά κύτταρα στο αίμα, δήλωσε σχετικά: «Αυτές οι μελέτες προάγουν την ιδέα πως τα συστατικά των τροφών με φαρμακευτικές ιδιότητες, όπως είναι η ουσία EGCG, μπορούν και θα έπρεπε να μελετηθούν ως μορφές πρόληψης κατά του καρκίνου. Η χρήση μη τοξικών χημικών για την επιβράδυνση της ανάπτυξης του καρκίνου, ώστε να καθυστερήσουμε τη χρήση τοξικών θεραπειών, αποτελεί αντάξιο στόχο στην ογκολογική έρευνα, ειδικά για μορφές καρκίνου όπως η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, την οποία διαχειριζόμαστε αρχικά με απλή παρακολούθηση του ασθενή».
Τόσο ο Δρ.Shanafelt, όσο και ο Δρ.Kay προειδοποιούν πως η ουσία EGCG δεν αποτελεί υποκατάστατο για τη χημειοθεραπεία. Όλοι οι ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη της κλινικής Mayo ήταν στα αρχικά, ασυμπτωματικά στάδια της χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας, και δεν θα επιδεχόταν ακόμη θεραπεία, μέχρι να εξελιχθεί πλήρως η ασθένεια τους.
Η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία είναι καρκίνος του αίματος και αποτελεί υβρίδιο μεταξύ της λευχαιμίας και του λεμφώματος. Η εξέλιξη της ασθένειας καθορίζεται από την ποσότητα λευχαιμικών κυττάρων στο αίμα και το μυελό των οστών, καθώς και τη διόγκωση των λεμφαδένων, εξαιτίας της διείσδυσης των λευχαιμικών κυττάρων. Στην πρώτη φάση της μελέτης οι ερευνητές ανακάλυψαν πως η μέτρηση των λεμφοκυττάρων στο αίμα (τα λευχαιμικά κύτταρα) είχε μειωθεί για το ένα τρίτο των ασθενών, και η πλειονότητα των ασθενών, που συμμετείχαν στη μελέτη με διόγκωση των λεμφαδένων εξαιτίας της ασθένειας,
παρουσίασαν 50% ή και μεγαλύτερη μείωση του μεγέθους των λεμφαδένων τους.
Χρησιμοποιώντας την υψηλότερη δόση εκχυλίσματος που ελέγχθηκε στην πρώτη φάση της μελέτης, οι ερευνητές ξεκίνησαν τη δεύτερη φάση των κλινικών δοκιμών, προσθέτοντας άλλους 36 ασθενείς. Τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην ετήσια συνάντηση αξιολογούν τις επιπτώσεις σε αυτούς τους 36 ασθενείς, καθώς και τους 6 από την πρώτη φάση των δοκιμών, οι οποίοι εξετάστηκαν στην ίδια δοσολογία (σύνολο 42 ασθενείς). Τα αποτελέσματα από τους 41 ασθενείς που ολοκλήρωσαν τη μελέτη, μαρτυρούν ότι το 31% αυτών παρουσίασαν 20% ή και μεγαλύτερη μείωση στις μετρήσεις λευχαιμιάς στο αίμα, ενώ το 69% των ασθενών με διογκωμένους λεμφαδένες παρουσίασαν μείωση του όγκου κατά 50% ή και παραπάνω.
Συμπερασματικά, οι ερευνητές δηλώνουν πως το 69% των ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία παρουσίασαν βιολογική ανταπόκριση στη χορήγηση του εκχυλίσματος, όπως αποδεικνύει η μείωση κατά 20% στις μετρήσεις λεμφοκυττάρων στο αίμα και η μείωση κατά 50% του όγκου των λεμφαδένων.
Ακριβώς επειδή η χρήση του εκχυλίσματος μελετήθηκε σε ασθενείς, οι οποίοι δεν χρειαζόταν για την ώρα θεραπεία, οι ερευνητές υιοθέτησαν μια αυστηρή στάση ως προς τη μελέτη των παρενεργειών. Οι πιο πολλές κλινικές δοκιμές με θεραπευτικούς παράγοντες αναφέρουν τις παρενέργειες του 3 βαθμού ή υψηλότερου, όμως οι ερευνητές σε αυτή την περίπτωση ανέφεραν τις παρενέργειες όλων των βαθμίδων. Αν και κάποιοι ασθενείς βίωσαν παροδικές παρενέργειες 1ου και 2ου βαθμού, μόνον τρεις από τους 42 βίωσαν 3ου βαθμού παρενέργειες, κατά τη διάρκεια των έξι μηνών της θεραπείας.
Όπως όμως τονίζει ο Δρ. Kay: «Χωρίς τη διεξαγωγή της 3ης φάσης των κλινικών δοκιμών δεν μπορούμε να προτείνουμε τη χρήση του συγκεκριμένου εκχυλίσματος από ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία. Παρόλα αυτά, όσοι θέλουν να χρησιμοποιήσουν το εκχύλισμα θα πρέπει να συμβουλευτούν τους ογκολόγους τους, ώστε να λάβουν παράλληλα τη σωστή παρακολούθηση που απαιτείται, μέσω εργαστηριακών ελέγχων».
Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD,MPhil
Διαιτολόγος – Dietitian