Το κοινωνικό σύνολο μπορεί να έχει κάποιες λανθασμένες απόψεις σε ότι αφορά τα άτομα τα οποία πάσχουν από κάποια διαταραχή σίτισης, όπως είναι η ανορεξία, η βουλιμία, η αδηφαγική διαταραχή και άλλα. Για να μπορέσουμε να μειώσουμε την κοινωνική προκατάληψη σε ότι αφορά τους πάσχοντες από διαταραχές σίτισης θα πρέπει να αποδομήσουμε τους μύθους ή τις λανθασμένες απόψεις που έχουν ως ένα βαθμό υιοθετηθεί από μερίδα του κοινωνικού συνόλου.

Μια άποψη που έχει περάσει στο κοινωνικό σύνολο είναι ότι η διαταραχές σίτισης είναι γυναικεία υπόθεση. Η αλήθεια είναι ότι ένας στους τρεις πάσχοντες από διαταραχή σίτισης είναι άνδρας και σε ότι αφορά πιο συγκεκριμένα την αδηφαγική διαταραχή το ποσοστό ανδρών γυναικών είναι το ίδιο. Επίσης, πολλοί άνδρες που μπορεί να πάσχουν από κάποια διαταραχή σίτισης αποφεύγουν να ζητήσουν βοήθεια επειδή ακριβώς υπάρχει η προκατάληψη ότι οι διαταραχές σίτισης είναι ‘γυναικείο πρόβλημα’.

Πολλοί πιστεύουν ότι οι έφηβες κοπέλες είναι πιο επιρρεπείς στις διαταραχές σίτισης, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι διαταραχές σίτισης επηρεάζουν όλες τις ηλικίες. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι η μέση ηλικία που κάποιος μπορεί να παρουσιάσει μια διαταραχή σίτισης είναι τα 18 έτη, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζεται αισθητή αύξηση στον αριθμό των παιδιών που διαγιγνώσκονται με κάποια διαταραχή σίτισης και έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο όπου παιδιά 5 και 6 ετών παρουσιάζουν συναισθηματικά θέματα συνδεδεμένα με την διατροφή. Επίσης, ενήλικες μπορεί να εκδηλώσουν κάποια διαταραχή σίτισης σε κάποια φάση της ζωής τους ή απλά να φέρουν την πάθηση από την εφηβική στην ενήλικη ζωή τους.

Ένας άλλος μύθος είναι ότι αυτοί που πάσχουν από διαταραχή σίτισης το κάνουν για να τραβήξουν την προσοχή του περίγυρού τους. Υπάρχουν πολλές αιτίες που κάποιος μπορεί να αναπτύξει κάποια διαταραχή σίτισης, αλλά η ανάγκη για προσοχή δεν είναι τυπικά ένας από αυτούς. Οι περισσότεροι που παρουσιάζουν κάποια διαταραχή σίτισης είναι αποτέλεσμα κάποιου αρνητικού συμβάντος, όπως ψυχικό τραύμα, εκφοβισμός ή πένθος. Γενετικές ή ψυχολογικές αιτίες μπορεί να οδηγήσουν κάποιο άτομα στην ανάπτυξη διαταραχών σίτισης. Το σίγουρος πάντως είναι ότι συνήθως αυτοί που πάσχουν από διαταραχή σίτισης τις περισσότερες φορές προσπαθούν να το κρύψουν από τον περίγυρο τους παρά να το γνωστοποιήσουν για να γίνουν το επίκεντρο της προσοχής.

Μια άλλη λανθασμένη άποψη που έχει εδραιωθεί είναι ότι πολλοί επιλέγουν να πάσχουν από κάποια διαταραχή σίτισης. Οι διαταραχές σίτισης δεν είναι τρόπος ζωής αλλά ιατρικές παθήσεις βιολογικά επηρεασμένες με πληθώρα ιατρικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων. Άτομα τα οποία παρουσιάζουν κάποια διαταραχή σίτισης πολλές φορές μπορεί να παρουσιάζουν περαιτέρω ψυχολογικά / ψυχιατρικά νοσήματα όπως, κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), διαταραχή χρήσης ουσιών και άλλα. Οι διαταραχές σίτισης επηρεάζουν σε ψυχολογικό και οργανικό επίπεδο την ζωή ενός ατόμου και μπορεί να αποβούν μοιραίες.

Οι άνθρωποι που πάσχουν από κάποια διαταραχή σίτισης δεν είναι ελλιποβαρείς, όπως θέλουν πολλοί να πιστεύουν και όπως πολλές φορές μπορεί να παρουσιάζεται από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Είναι πρακτικά αδύνατο να διαγνώσουμε κάποιον με διαταραχή σίτισης από το βάρους τους και μόνο. Ενώ κάποιες διαταραχές σίτισης παρουσιάζουν αυξημένο αριθμό ατόμων με χαμηλή σωματική μάζα, από την άλλη όμως υπολογίζεται ότι το 70 % των ατόμων που πάσχουν από αδηφαγική διαταραχή είναι παχύσαρκα ή για παράδειγμα κάποιος μπορεί να παρουσιάζει τα γνωστικά χαρακτηριστικά και τις φυσικές επιπλοκές της ανορεξίας χωρίς να είναι ελλιποβαρής. Αυτός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πιο επικίνδυνος εδραιωμένος κοινωνικός μύθος διότι πολλοί πάσχοντες αποφεύγουν να ζητήσουν βοήθεια ακριβώς επειδή δεν είναι ελλιποβαρείς.

Εξίσου λανθασμένη είναι και η άποψη πολλών ότι κάποιος που πάσχει από κάποια διαταραχή σίτισης με το που εδραιώνει μια φυσιολογική κατανάλωση φαγητού έχει θεραπευτεί. Οι διαταραχές σίτισης είναι ψυχολογικές παθήσεις και δεν σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με την κατανάλωση φαγητού. Η εδραίωση μια ισορροπημένης διατροφής είναι πολύ σημαντική και βασικό κομμάτι της θεραπείας, αλλά οι πάσχοντες πρέπει να δουλέψουν και να αντιμετωπίσουν τις ψυχολογικές αιτίες που τους οδήγησαν στην κατάσταση αυτή, έτσι ώστε να μπορούν να θεραπευτούν.

Ένας ακόμα πολύ κοινός μύθος είναι ότι άτομα τα οποία πάσχουν από διαταραχή σίτισης δεν θα θεραπευτούν ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι με την σωστή θεραπεία πολλοί πάσχοντες είτε θεραπεύονται, είτε βλέπουν αισθητή βελτίωση των συμπτωμάτων τους. Υπολογίζεται ότι περίπου το 46 % των ατόμων που πάσχουν από ανορεξία και το 45 % των ατόμων που πάσχουν από βουλιμία θα έχουν πλήρη ανάρρωση, ενώ το 33 % των νοσούντων από ανορεξία και το 27 % των νοσούντων από βουλιμία θα βιώσουν αισθητή βελτίωση των συμπτωμάτων τους. Ο χρόνος που χρειάζεται κάποιος να αναρρώσει ποικίλει, ενώ η συνεχής επαφή με επιστήμονες υγείας μπορεί να βοηθήσει κάποιον να αποφύγει την υποτροπή.

Οι διαταραχές σίτισης μπορεί να επηρεάσουν οποιονδήποτε ασχέτως ηλικίας, φύλου ή σωματότυπου, ως αποτέλεσμα γενετικών, βιολογικών ή περιβαλλοντολογικών αιτιών. Ένας που πάσχει από κάποια διαταραχή σίτισης μπορεί να θεραπευτεί με την κατάλληλη θεραπεία και υποστήριξη, αλλά είναι πολύ σημαντικό πρωταρχικά να ζητήσει βοήθεια από επιστήμονες υγείας και από τον κοινωνικό του περίγυρο.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Διαιτολόγος – Dietitian