Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι το έτοιμο φαγητό (fast-food) και τα γλυκά επηρεάζουν την εγκεφαλική λειτουργία και προκαλούν άμεση εθιστική συμπεριφορά με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να επιστρέψουμε σε μια ισορροπημένη διατροφή. Οι έρευνες του ιατρικού κέντρου UT Southwestern στο πανεπιστήμιο του Τέξας δείχνουν ότι το λίπος που έχει το έτοιμο φαγητό πηγαίνει στο εγκέφαλο με αποτέλεσμα να επηρεάζεται άμεσα η εγκεφαλική λειτουργία και να εμποδίζει τον εγκέφαλο να μειώσει το συναίσθημα της όρεξης και την λειτουργία ορμονών που σχετίζονται με αυτό, όπως είναι η ινσουλίνη και η λεπτίνη. Πιο συγκεκριμένα ένα από τα λιπαρά οξέα (παλμιτικό οξύ) είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο να εμποδίζει τον κορεσμό από το φαγητό που προκαλεί ο εγκέφαλος και οι προαναφερθέντες ορμόνες.

 

Φαίνεται ότι η χημική σύσταση του εγκεφάλου αλλάζει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και ενώ ο εγκέφαλος θα πρέπει να δώσει σήμα να σταματήσουμε την κατανάλωση αυτού του φαγητού στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στο γνωστό φαινόμενο της «παθητικής υπερκατανάλωσης». Η κατανάλωση φαγητού υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος έχει ως αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να δέχεται «επίθεση» από τα λιπαρά οξέα με αποτέλεσμα να αντιστέκεται στην δράση της ινσουλίνης και της λεπτίνης. Σε έρευνες που έχουν γίνει σε ζώα το φαινόμενο αυτό διαρκεί μέχρι και 3 μέρες και ίσως εκεί να οφείλεται και το γεγονός του ότι άτομα τα οποία κατανάλωσαν έτοιμο φαγητό π.χ. την Παρασκευή ή το Σάββατο το βράδυ δηλώνουν ότι αισθάνονται εντονότερα το συναίσθημα της πείνας την Δευτέρα. Ενώ είναι γνωστό ότι η λιπαρή διατροφή έχει αυτήν την επίδραση στον εγκέφαλο δεν γνωρίζαμε μέχρι πρότινος ποιοι είναι οι μηχανισμοί που το προκαλούν και ποιοι τύποι λίπους επηρεάζουν την ευαισθησία του εγκεφάλου στην δράση της ινσουλίνης. Το σίγουρο ήταν ότι ο εγκέφαλος ενσωματώνει κάποιο από το λίπος που καταναλώνουμε στην δομή του είτε είναι κορεσμένο-επιβλαβές ζωικό λίπος είτε είναι υγειές φυτικό λίπος.

 

Οι επιστήμονες χορήγησαν ενέσιμα διαφορετικούς τύπους λίπους είτε στον εγκέφαλο ζώων, είτε στην καρωτίδα, είτε μέσω σωλήνα στο στομάχι ζώων τρείς φορές την εβδομάδα. Τα ζώα δέχονταν την ίδια ποσότητα θερμίδων και λίπους ενώ ο τύπους του λίπους διέφερε μεταξύ παλμιτικού οξέος, μονο-ακόρεστων λιπαρών οξέων και ολεϊκού οξέως. Το παλμιτικό οξύ είναι κοινό κορεσμένο λιπαρό οξύ που βρίσκεται στο βούτυρο, το τυρί, το γάλα και το κόκκινο κρέας, ενώ το ολεϊκό οξύ είναι διαδεδομένο ακόρεστο λιπαρό οξύ και βρίσκεται στο ελαιόλαδο. Τα αποτελέσματα των ερευνών έδειξαν ότι συγκεκριμένα το παλμιτικό οξύ το οποίο βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στα τρόφιμα που είναι πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά οξέα μείωσε την δράση της ινσουλίνης και της λεπτίνης στον εγκέφαλο με αποτέλεσμα να είναι ανίκανος ο εγκέφαλος να διακόψει την κατανάλωση φαγητού και συνεπώς να οδηγήσει στη «παθητική υπερκατανάλωση». Το ολεϊκό οξύ από την άλλη δεν εμπόδισε την ομαλή εγκεφαλική λειτουργία και δεν προκάλεσε το φαινόμενο της «παθητικής υπερκατανάλωσης».

 

Συνεπώς τώρα οι απόψεις του να μειώσουμε την κατανάλωση κορεσμένου λίπους ενισχύονται ακόμα περισσότερο εφόσον προκαλεί αυξημένη κατανάλωση φαγητού προτού καν εμφανιστεί το φαινόμενο της παχυσαρκίας. Η κατανάλωση του έτοιμου φαγητού προωθεί αυξημένη κατανάλωση και εθισμό. Όσο λιγότερο εκτεθούμε σε αυτόν τον τύπο φαγητού τόσο περισσότερο θα προστατέψουμε τον εαυτό μας.

Νικόλαος Καραγιάννης BSc, SRD, MPhil

Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος