«Βλαβερή για τον οργανισμό αποδεικνύεται η συχνή κατανάλωση αναψυκτικών: αυξάνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος.»
Στο στόχαστρο των ερευνητών βρέθηκαν τα αναψυκτικά, επιβεβαιώνοντας μέσα από νέες έρευνες πως η συχνή κατανάλωση τους ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία μας. Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cancer Epidemiology, Biomarkers & Prevention, της Αμερικανικής Ένωσης για την Έρευνα στον Καρκίνο, τα άτομα που καταναλώνουν δύο ή περισσότερα αναψυκτικά την εβδομάδα έχουν διπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος, απ’ ότι τα άτομα που δεν καταναλώνουν καθόλου αναψυκτικά.
Ο καρκίνος του παγκρέατος, αν και είναι μια σχετικά σπάνια μορφή καρκίνου, παρόλα αυτά παραμένει μία από τις πιο θανατηφόρες μορφές του, εφόσον μόνο το 5% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί πως πάσχουν από αυτόν καταφέρνουν να παραμείνουν στη ζωή μέχρι και 5 χρόνια μετά τη διάγνωση.
Ο Διδάκτωρ Mark Pereira, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και ανώτερος συντάκτης της μελέτης, δήλωσε πως τα άτομα που καταναλώνουν συχνά αναψυκτικά, τα οποία ορίζονται ευρέως ως ζαχαρούχα ροφήματα με ανθρακικό, παρουσιάζουν αυξημένη νοσηρότητα. Παρόλα αυτά, οι επιπτώσεις αυτών των ροφημάτων στον καρκίνο του παγκρέατος πιθανώς να είναι μοναδικές. Όπως δήλωσε ο Pereira «τα υψηλά ποσοστά ζάχαρης που περιέχονται σε αυτά τα αναψυκτικά είναι πιθανό να αυξάνουν τα επίπεδα ινσουλίνης στο σώμα, πράγμα το οποίο πιστεύουμε πως προκαλεί την ανάπτυξη των καρκινογόνων κυττάρων στο πάγκρεας».
Στην πρόσφατη έρευνα τους, ο Pereira και οι συνάδελφοι του παρακολούθησαν για 14 χρόνια 60.524 άντρες και γυναίκες της κινεζικής μελέτης για την υγεία που διεξήχθει στην Σιγκαπούρη. Υπήρξαν 140 καταγεγραμμένες περιπτώσεις παγκρεατικού καρκίνου κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης. Τα άτομα τα οποία κατανάλωναν 2 ή περισσότερα αναψυκτικά την εβδομάδα ( με μέσο όρο 5 την εβδομάδα) είχαν 87% παραπάνω πιθανότητες για εμφάνιση καρκίνου του παγκρέατος σε σύγκριση με τα άτομα που δεν κατανάλωναν αναψυκτικά. Επιπρόσθετα, από αυτή τη μελέτη δεν βρέθηκε να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της κατανάλωσης φρουτοχυμών και της εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος. Ο Pereira πιστεύει ότι τα αποτελέσματα της μελέτης που διεξήχθει στην Σιγκαπούρη έχουν πιθανώς εφαρμογή και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Όπως δήλωσε και ο ίδιος: «Η Σιγκαπούρη είναι μία εύπορη χώρα με άριστο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Οι αγαπημένες ενασχολήσεις των πολιτών της είναι δύο: το φαγητό και τα ψώνια. Με αυτή τη λογική, τα αποτελέσματα της έρευνας μας είναι δυνατό να έχουν εφαρμογή σε οποιαδήποτε δυτική χώρα».
Η Διδάκτωρ Susan Mayne, υποδιευθύντρια του Κέντρου για τον Καρκίνο του Πανεπιστημίου Γέιλ και καθηγήτρια επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του ίδιου πανεπιστημίου, δήλωσε πως τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης παρουσιάζουν πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον, όμως έχουν κάποιους βασικούς περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν προσπαθούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. “Παρά το γεγονός ότι αυτή η μελέτη εντόπισε έναν παράγοντα κινδύνου, τα αποτελέσματα της στηρίζονται σε ένα σχετικά μικρό αριθμό περιπτώσεων και παραμένει αδιευκρίνιστο εάν υπάρχει ή όχι αιτιατή σύνδεση μεταξύ των δύο. Η κατανάλωση αναψυκτικών στη Σιγκαπούρη σχετίζεται με αρκετές άλλες ανεπιθύμητες συμπεριφορές υγείας, όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος, τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε με ακρίβεια», δήλωσε η Mayne, η οποία είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του επιστημονικού περιοδικού Cancer Epidemiology, Biomarkers & Prevention.
Παρόλαυτα, ο Pereira τονίζει πως τα αποτελέσματα αφορούν μη καπνιστές και παρέμειναν τα ίδια, ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη και άλλες διατροφικές συνήθειες, και συνεπώς συνάδουν με τα αποτελέσματα των καυκάσιων πληθυσμών.
Τόσο το λίπος όσο και η ζάχαρη δίνουν γεύση στο φαγητό και χρησιμοποιούνται σε μεγάλες ποσότητες σε οτιδήποτε σχετίζεται με την παρασκευή του έτοιμου φαγητού, των γλυκών ή των βιομηχανοποιημένων σκευασμάτων, όπως είναι και τα αναψυκτικά, με απώτερο σκοπό να ικανοποιήσουν τον καταναλωτή. Παρόλα αυτα, αν λάβουμε υπόψη μας και τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας, είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η υπερβολική κατανάλωση αυτών των διατροφικών προϊόντων έχει δυσμενείς επιπτώσεις στον οργανισμό.