Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο Ohio State της Αμερικής ολοκλήρωσαν μια πολυετή έρευνα στην οποία συμμετείχαν δυο διαφορετικές ομάδες ατόμων, με την πρώτη ομάδα να απαρτίζεται από 4.576 άτομα, τα οποία μελετήθηκαν από το 1948 έως το 2010, και την δεύτερη ομάδα που απαρτίζονταν από 3.753 άτομα, που ήταν οι απόγονοι της πρώτης ομάδας, από το 1971 έως το 2014. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν μεταξύ 31 και 80 ετών και οι επιστήμονες κυρίως συνέλεξαν πληροφορίες για τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) των συμμετεχόντων κατά την συγκεντρωτική διάρκεια της έρευνας. Ο ΔΜΣ δείχνει κατά πόσο το βάρος μας είναι φυσιολογικό για το ύψος μας και προκύπτει από την διαίρεση του βάρους (kg) με το τετράγωνο του ύψους (m). Βάση του αποτελέσματος του ΔΣΜ μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τους ανθρώπους σε φυσιολογικό βάρος (μέχρι 25 kg/m2),  υπέρβαρους (25 έως 30 kg/m2), παχύσαρκους κλάσης Ι (30 έως 35 kg/m2), παχύσαρκους κλάσης ΙΙ (35 έως 40 kg/m2) και παχύσαρκους κλάσης ΙΙΙ (από 40 kg/m2 και πάνω). Μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνες 3.913 άτομα από την πρώτη ομάδα και 967 άτομα από την δεύτερη ομάδα απεβίωσαν. Ο σκοπός την έρευνας ήταν να μελετήσουμε πως μεταβάλλεται ο ΔΜΣ κατά την περίοδο την ενηλικίωσης και πως η παχυσαρκία συνδέεται με την θνησιμότητα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν και στις 2 ομάδες, ότι οι συμμετέχοντες που ξεκίνησαν την ενηλικίωση τους από φυσιολογικό βάρος και σε μεταγενέστερες ηλικίες έγιναν υπέρβαροι, αλλά όχι παχύσαρκοι είχαν και τις περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Οι συμμετέχοντες που διατήρησαν φυσιολογικό βάρος σε όλη την περίοδο της ενηλικίωσης είχαν ελαφρώς χαμηλότερες πιθανότητες επιβίωσης. Η επόμενη ομάδα με χαμηλότερες πιθανότητες επιβίωσης ήταν αυτοί οι συμμετέχοντες που παραμείναν υπέρβαροι σε όλη τους την ενηλικίωση. Η επόμενη ομάδα με χαμηλότερες πιθανότητες επιβίωσης ήταν αυτοί οι συμμετέχοντες που παραμείναν σε χαμηλό φυσιολογικό βάρος σε όλη τους την ενηλικίωση. Η επόμενη ομάδα με χαμηλότερες πιθανότητες επιβίωσης ήταν αυτοί οι συμμετέχοντες που ξεκίνησαν υπέρβαροι και έχασαν βάρος κατά την ενηλικίωση τους. Εδώ να τονίσουμε ότι μόνο άτομα από την πρώτη ομάδα των 4.576 συμμετεχόντων παρουσίασαν αυτό το φαινόμενο. Τέλος άτομα που ξεκίνησαν την ενηλικίωση τους παχύσαρκοι και αύξησαν το βάρους τους κατά την ενηλικίωση τους είχαν και τις λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης. Επίσης, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η δεύτερη γενιά των 3.743 συμμετεχόντων παρουσίαζαν παχυσαρκία σε νεότερες ηλικίες σε σχέση με την πρώτη γενιά των 4.576 συμμετεχόντων. Ενώ τις τελευταίες δεκαετίες η επιστήμη της ιατρικής επιστήμης έχει παρουσιάσει αξιοσημείωτη πρόοδο και έχει βελτιώσει κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων, ακόμα και των παχύσαρκων ατόμων, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η παχυσαρκία αποτελεί αιτία θνησιμότητας στο 5,4 % του γενικού πληθυσμού στην πρώτη ομάδα και στο 6,4 % του γενικού πληθυσμού στην δεύτερη ομάδα, λόγω του γεγονότος ότι ο αριθμός των παχύσαρκων ατόμων αυξάνεται μέσα στις δεκαετίες από γενιά σε γενιά. Σε προηγούμενη έρευνα η ίδια ομάδα επιστημόνων είχε παρατηρήσει ότι άτομα που στα 50 τους ήταν ελαφρώς υπέρβαροι και κατάφεραν να διατηρήσουν το βάρος τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν τα επόμενα 19 χρόνια. Βλέπουμε ότι η παχυσαρκία αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες θνησιμότητας και άτομα τα οποία καταφέρνουν να μείνουν έστω και υπέρβαροι στην ενήλικη ζωή τους έχουν αισθητά καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης. Είναι συνεπώς αδήριτη ανάγκη να ξεκινήσουμε την ενήλικη ζωή μας με φυσιολογικό βάρος και να μην ξεπεράσουμε την βαθμίδα των υπέρβαρων στα μεταγενέστερα χρόνια της ενήλικης ζωής μας.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Διαιτολόγος – Dietitian

Link: ScienceDirect