Η κετογονική διατροφή χρησιμοποιείται για απώλεια βάρους και στηρίζεται κυρίως σε τρόφιμα τα οποία έχουν υψηλή περιεκτικότητα λίπους και μέτρια πρωτεΐνης, ενώ περιορίζει υπερβολικά την κατανάλωση υδατανθράκων, να μην ξεπερνάει τα 50 γραμμάρια ημερησίως. Τυπικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια επιπλέον πρωτεϊνική διατροφή που προστίθεται στις υπάρχουσες πρωτεϊνικές διατροφές όπως αυτές του Atkin και του Dukan. Η κετογονική διατροφή επιτρέπει την κατανάλωση τροφίμων όπως το κρέας, όσο υψηλή και αν είναι η περιεκτικότητα του σε κορεσμένο λίπος, τα αυγά, το αβοκάντο, τους ξηρούς καρπούς, τους σπόρους, το τόφου, το ελαιόλαδο, το φοινικέλαιο, το λάδι καρύδας, το βούτυρο, το λαρδί, το βουτυροκακάο, μικρές ποσότητες φρούτων και κυρίως μούρων και κάποιων λαχανικών όπως είναι το λάχανο, το σπανάκι, το μπρόκολο, τα μανιτάρια και τις πιπεριές.

Τα άτομα που ακολουθούν την κετογονική διατροφή και κατά επέκταση ελαχιστοποιούν την κατανάλωση υδατανθράκων, εξαναγκάζουν το σώμα να διαφοροποιήσει το βασικό στοιχείο για την παροχή ενέργειας, που είναι ο υδατάνθρακας και βασικά η γλυκόζη, και να έχει το λίπος ως το βασικό καύσιμο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του. Η καύση του λίπους για ενέργεια έχει ως αποτέλεσμα το συκώτι να αρχίσει να παράγει κετόνες τις οποίες το σώμα αρχίζει να χρησιμοποιεί αντί της ανύπαρκτης πια γλυκόζης. Η κέτωση περιγράφει ουσιαστικά την κατάσταση στην οποία μπαίνει το σώμα από την στιγμή που εξαρτάται από τις κετόνες για την κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών και όχι από τους υδατάνθρακες και πιο συγκεκριμένα την γλυκόζη.

Όπως είναι λογικό από την στιγμή που επηρεάζουμε την ομαλή λειτουργία του σώματος με την παραγωγή κετόνων αυτό μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες βραχυπρόθεσμα όπως είναι οι στομαχικές διαταραχές, οι πονοκέφαλοι, η κόπωση, η ζάλη, οι διαταραχές ύπνου και η σύγχυση. Επίσης, μπορεί να επηρεάσει τα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά με εναλλαγές στην διάθεση και αδυναμία συγκέντρωσης, εφόσον ο εγκέφαλος του ανθρώπου λειτουργεί μόνο με γλυκόζη. Η ελλιπής κατανάλωση φυτικών ινών μπορεί να οδηγήσει σε δυσκοιλιότητα και γαστρεντερολογικά προβλήματα. Ο περιορισμός στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών που επιβάλει η κετογονική διατροφή μπορεί να προκαλέσει ελλείψεις σε βασικές βιταμίνες και ιχνοστοιχεία όπως είναι η βιταμίνη Α, C, K, φολικό οξύ και άλλα συμπλέγματα των βιταμινών Β, το σελήνιο, ο φώσφορος και το μαγνήσιο.

Μακροχρόνια η κετογονική διατροφή μπορεί να προκαλέσει νεφρικούς λίθους και ηπατικές ασθένειες. Λόγω της υψηλής κατανάλωσης λίπους και πρωτεϊνών αυξάνεται υπερβολικά το στρες σε ζωτικά όργανα όπως είναι το συκώτι και τα νεφρά. Ασθενείς που πάσχουν από παγκρεατικές ασθένειες, ηπατικές ασθένειες, νεφρικές ασθένειες, παθήσεις του θυρεοειδούς, κυστικές παθήσεις και έχουν ή είχαν διαταραχές σίτισης θα πρέπει να αποφύγουν την κετογονική διατροφή, καθώς και γυναίκες που κυοφορούν ή θηλάζουν.

Άτομα σε διάφορες κοινωνικές πλατφόρμες, τα οποία επιλέγουν να ακολουθήσουν την κετογονική διατροφή για απώλεια βάρους, περιγράφουν την απότομη μείωση βάρους που παρατηρούν σε κάποια στιγμή ως το ‘whoosh effect’ (το φαινόμενο ‘γους’). Αυτό το οποίο υποστηρίζουν είναι το λίπος που καίγεται μέσα από τα λιποκύτταρα αντικαταστατέ από νερό και για αυτό το λόγο το δέρμα παρουσιάζει μια αυξημένη χαλαρότητα στο άγγιγμα. Σύμφωνα πάντα με τους διαδικτυακούς υποστηρικτές της κετογονικής διατροφής καθώς το νερό αντικαταστεί πλήρως το λίπος στα λιποκύτταρα στην τελική φάση απελευθερώνει το νερό, είτε μέσω της ούρησης ή μέσω της διάρροιας, με αποτέλεσμα να συνδράμει στην απότομη απώλεια του βάρους, το ‘whoosh effect’.

Όταν το σώμα καίει λίπος για την κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών τα λιποκύτταρα δεν γεμίζουν με νερό αλλά μειώνονται σε μέγεθος και ουσιαστικά η καύση του λίπους προκαλεί κυρίως την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα που ουσιαστικά εκπνέουμε μέσω των πνευμόνων. Αυτό το οποίο πολλοί περιγράφουν ως το ‘whoosh effect’ και εκθειάζουν την κετογονική διατροφή είναι απλά απώλεια υγρών ως αποτέλεσμα κατακρατήσεων.

Η κετογονική διατροφή παρουσιάζει ανάλογα μειονεκτήματα με αυτά που παρατηρούνται σε όλες τις πρωτεϊνικές διατροφές. Ίσως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι χειρότερη σε σχέση με άλλες πρωτεϊνικές διατροφές, λόγω της αυξημένης κατανάλωσης κορεσμένου λίπους που επιτρέπει. Όπως για όλες τις πρωτεϊνικές δίαιτες θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι και η κετογονική διατροφή έχει πολύ σύντομο χρόνο συντήρησης των κιλών που χάνονται, καθώς είναι γνωστό ότι το κυριότερο μειονεκτικά αυτών των πρακτικών απώλειας βάρους είναι η επιστροφή στα αρχικά κιλά σε μικρό χρονικό διάστημα. Αν κάποιος επιμένει να ακολουθήσει την κετογονική διατροφή καλό θα ήταν πριν να ζητήσει την συμβουλή κάποιου επιστήμονα υγείας και να εξεταστεί για υποκείμενα ηπατικά και νεφρικά νοσήματα.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Διαιτολόγος – Dietitian

Link: NCBI