Η κανναβιδιόλη (CBD) είναι ένα από τα 85 κανναβινοειδή που υπάρχουν στην κάνναβη. Μέχρι πρόσφατα η πιο γνωστή ουσία της κάνναβης ήταν η δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλη (THC), η οποία ευθύνεται για τις ψυχοδραστικές ιδιότητες της κάνναβης και προκαλεί εναλλαγή στην νοητική μας κατάσταση (η κοινή μαστούρα). Σε αντίθεση η κανναβιδιόλη (CBD) δεν έχει ψυχοδραστικές ιδιότητες και κατά κύριο λόγω βρίσκεται στο λιγότερο επεξεργασμένο κομμάτι του φυτού της κάνναβης. Το ανθρώπινο σώμα έχει ένα σύστημα υποδοχέων γνωστό ως το Ενδοκανναβινοειδές σύστημα με 2 διαφορετικά είδη υποδοχέων. Το πρώτο είδος υποδοχέων (CB1) βρίσκεται σε όλο το σώμα και κυρίως στον εγκέφαλο και σχετίζεται με φυσιολογικές λειτουργίες όπως είναι ο συντονισμός και η κίνηση, ο πόνος, τα συναισθήματα, η σκέψη, η όρεξη και η μνήμη. Το δεύτερο είδος των υποδοχέων (CB2) βρίσκεται κατά κύριο λόγω στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και σχετίζεται με τις φλεγμονές και τον πόνο. Έχει ανακαλυφθεί ότι η κανναβιδιόλη (CBD) δεν επηρεάζει άμεσα τους υποδοχείς του Ενδοκανναβινοειδούς συστήματος αλλά επιδρά στο σώμα έτσι ώστε να χρησιμοποιήσει τα δικά του φυσικά κανναβινοειδή και να ενεργοποιήσει το Ενδοκανναβινοειδές σύστημα. Η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής, κυρίως με την χρήση λαδιού που φέρει μόνο την κανναβιδιόλη (CBD) είναι νόμιμη στην Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρώπης. Επίσης, η κανναβιδιόλη (CBD) όταν διαλύεται με το λάδι που προκύπτει από τους σπόρους της κάνναβης (Hemp Oil) μας δίνει ένα προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας πλούσιο σε βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και φλαβονοειδή, ενώ περιέχει απαραίτητα λιπαρά οξέα ω-3 και ω-6 στην κατάλληλη αναλογία για τον ανθρώπινο οργανισμό. Επιστημονικές μελέτες έχουν εδώ και χρόνια δείξει ένα τεράστιο εύρος θετικών επιδράσεων της κανναβιδιόλης (CBD), η οποία λειτουργεί ως παυσίπονο και αντιφλεγμονώδες, μπορεί να βοηθήσει στο κόψιμο του καπνίσματος καθώς και στην απεξάρτηση από οπιώδη, έχει θεραπευτικές ιδιότητες για άτομα τα οποία πάσχουν από επιληψία, γλαύκωμα, αγχώδεις διαταραχές, σχιζοφρένεια και ακμή, έχει αντικαρκινικές ιδιότητες και μειώνει την συμπτωματολογία του Αλτσχάϊμερ. Πέρα όμως από αυτές τις ιδιότητες η κανναβιδιόλη (CBD) φαίνεται να επηρεάζει μεταβολικές ιδιότητες του ανθρωπίνου σώματος και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυξάνει την διάσπαση του λίπους, αυξάνει τον αριθμό τον μιτοχονδρίων στα κύτταρα και μειώνει τα επίπεδα της λιπογένεσης. Επίσης, υποστηρίζεται ότι σε μικρές δόσεις μειώνει την όρεξη σε αντίθεση με την δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλη (THC) η οποία αυξάνει την όρεξη. Σε αντίθεση η αυξημένη κατανάλωση κανναβιδιόλης (CBD) έχει δείξει ότι αυξάνει την όρεξη, κάτι πολύ θετικό για ανόρεκτους ασθενείς. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών που σχετίζονται με την επίδραση της κανναβιδιόλης (CBD) στις οργανικές λειτουργίες και στην όρεξη έχουν γίνει σε ζώα και μέχρι τώρα δεν έχει γίνει κάποια μεγάλη έρευνα σε ανθρώπινο πληθυσμό, εφόσον δεν είναι παντού αυτά τα φαρμακευτικά σκευάσματα νομιμοποιημένα. Περαιτέρω έρευνες πρέπει να γίνουν σε ανθρώπους για να δούμε ξεκάθαρα την επίδραση της κανναβιδιόλης (CBD) τόσο στον μεταβολισμό όσο και στα επίπεδα της όρεξης, αλλά μελλοντικά μπορεί να αποδειχθεί ότι σε μικρές δόσεις ενδυναμώνει την απώλεια του βάρους.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Διαιτολόγος – Dietitian