Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Bath της Μ. Βρετανίας θέλησαν να μελετήσουν πως μπορεί το σώμα να ανταπεξέλθει στην φάση της φυσιολογικής κατανάλωσης φαγητού (μέχρι εκεί που νοιώθω χορτάτος) και στην φάση της υπερκατανάλωσης (μέχρι εκεί που δεν μπορώ να φάω άλλη μια μπουκιά). Η έρευνα είναι μικρή με 14 άνδρες συμμετέχοντες ηλικιών μεταξύ 22 και 37 ετών, οι οποίοι σε δυο διαφορετικές φάσεις κατανάλωσαν πίτσα με την δεύτερη φορά να πιέζουν τον εαυτό τους να υπερκαταναλώσουν. Στην φάση της υπερκατανάλωσης οι συμμετέχοντες κατανάλωσαν και περισσότερο από 3000 θερμίδες, τις διπλάσιες θερμίδες και περισσότερες, σε σχέση με την πρώτη φάση που έφαγαν μέχρι να χορτάσουν. Σε γενικές γραμμές τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υγιείς άνθρωποι μπορούν να καταναλώσουν σε φάση υπερκατανάλωσης την διπλάσια ποσότητα φαγητού και θερμίδων από ότι συνηθίζουν και το σώμα έχει μηχανισμούς να το αντιμετωπίσει.

Πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα δεν αυξήθηκαν περισσότερο με την υπερκατανάλωση. Τα επίπεδα ινσουλίνης στο σώμα αυξήθηκαν 50 % στην φάση της υπερκατανάλωσης. Τα λιπίδια στο αίμα αυξήθηκαν ελαφρώς περισσότερο με την υπερκατανάλωση, ενώ η κατανάλωση του λίπους ήταν διπλάσια. Τα επίπεδα των ορμονών που σχετίζονται με το αίσθημα της πληρότητας, που προκαλεί η κατανάλωση φαγητού, διαφοροποιήθηκαν με την υπερκατανάλωση. Τέσσερις ώρες μετά την υπερκατανάλωση οι συμμετέχοντες δήλωσαν έντονο αίσθημα κόπωσης και συνέχισαν να μην θέλουν να καταναλώσουν φαγητό, ακόμα και κάτι γλυκό, που σχετίζεται με τα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου και η κατανάλωση πίτσας δεν τα επηρεάζει και για αυτό πάντα μετά από ένα πλούσιο γεύμα θέλουμε να φάμε ένα γλυκό.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η έρευνα είναι μικρή και έγινε σε νέους υγιείς άνδρες. Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν με ανάλογη μελέτη σε γυναίκες, υπέρβαρους και μεγαλύτερους ηλικιακά ανθρώπους.

Αυτή είναι η πρώτη έρευνα που μελέτησε πόσο φαγητό, και κατά επέκταση θερμίδες, μπορούμε να καταναλώσουμε σε ένα γεύμα. Βλέπουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να καταναλώσουν την διπλάσια ποσότητα φαγητού σε ένα γεύμα, σε σχέση με την συνήθη κατανάλωση τους, και το σώμα έχει την δυνατότητα να αποθηκεύσει την επιπλέον ζάχαρη και λίπος που καταναλώνεται, χωρίς να επηρεάζονται τα βιοχημικά επίπεδα αυτών των στοιχείων στο αίμα. Όταν η υπερκατανάλωση γίνεται σποραδικά το σώμα έχει την δυνατότητα να ανταπεξέλθει και να μην χαθεί ο έλεγχος του βάρους μας, το πρόβλημα είναι όταν γίνεται καθημερινά όπου το σώμα πρέπει να αποθηκεύσει την επιπλέον ενέργεια με αποτέλεσμα την σταδιακή αύξηση του βάρους και την παχυσαρκία. Συνεπώς καταλήγουμε ότι ‘παν μέτρον άριστον’, μπορούμε να ξεφεύγουμε διατροφικά αλλά όχι στην καθημερινότητα μας.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Διαιτολόγος – Dietitian

Link: Cambridge University Press