Η εφηβεία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπου, κατά την οποία παρατηρούνται ραγδαίες ψυχολογικές και σωματικές αλλαγές που οδηγούν το άτομο στην κορύφωση της οργανικής του ανάπτυξης αλλά και την τελική διαμόρφωση της προσωπικότητας του. Τα στατιστικά δεδομένα σχετικά με τη διατροφή των εφήβων είναι απογοητευτικά μιας και παρατηρούνται αυξημένα ποσοστά διατροφικών ανωμαλιών, όπως η υπερφαγία (που οδηγεί μακροπρόθεσμα στην παχυσαρκία), η ανορεξία και η βουλιμία. Είναι λοιπόν απαραίτητο, οι έφηβοι να προσλαμβάνουν την κατάλληλη ποσότητα ενέργειας καθημερινά αλλά και να εκπαιδευτούν σε σχέση με την ποιότητα των τροφών που θα πρέπει να καταναλώνουν.
Ο υποδόριος ιστός αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς κατά την περίοδο της εφηβείας και για αυτό δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτό το στάδιο της ενηλικίωσης είναι ένα από τα βασικά για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Κατά την εφηβική ηλικία οι κοπέλες παρουσιάζουν αύξηση του υποδόριου ιστού σε μεγαλύτερο βαθμό από τα αγόρια, κυρίως στην περιοχή του στήθους και των γοφών. Η απόθεση λίπους στα αγόρια είναι κατά κύριο λόγω στην κοιλιακή περιοχή. Αυτή η φυσική εξέλιξη της σωματικής διάπλασης των εφήβων δεν θα έπρεπε να οδηγεί στο φαινόμενο της παχυσαρκίας, αλλά όταν συνδυάζεται με την κατανάλωση φαγητού πλούσιου σε θερμίδες και έλλειψη φυσικής εξάσκησης οι πιθανότητες παχυσαρκίας αυξάνονται.
Η αυξημένη συγκέντρωση λίπους στον κορμό προδιαθέτει την παρουσία ασθενειών σε μεταγενέστερο στάδιο όπως είναι πέτρες στη χολή, άπνοια και άσθμα, ενώ το πιο σημαντικό πρόβλημα για τον παχύσαρκο έφηβο είναι η κοινωνική διάκριση που δέχεται από το περιβάλλον του σχολείου, που θα εμποδίσει την ανάπτυξη των κοινωνικών του ικανοτήτων.
Η έλλειψη δραστηριότητας αυξάνεται κατά την εφηβεία καθώς οι νέοι γίνονται πιο συνειδητοποιημένοι σε σχέση με την σωματική τους εικόνα ή διότι δραστηριότητες όπως η τηλεθέαση και η ενασχόληση με βίντεο παιχνίδια προτιμώνται σε αντίθεση με τη φυσική δραστηριότητα.
Μια Νορβηγική έρευνα το 1995 παρουσίασε ότι μόνο το 34 % των αγοριών και το 21 % των κοριτσιών εξασκούνταν συχνά. Σε μια παρόμοια έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα κορίτσια μεταξύ των ηλικιών 14 έως 18 είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα φυσικής άσκησης στο σύνολο των παιδίων που έλαβαν μέρος στην έρευνα, από ηλικίας 4 έως 18 ετών.
Η ομάδα των εφήβων που θεωρείται «υψηλής επικινδυνότητας» μπορεί να καθοριστεί με βάση τις συναρτήσεις ποσοστιαίας κατάταξης του δείκτη σωματικής μάζας και ηλικίας ή με βάση τις ενδείξεις του παχύμετρου σε διαφορετικά σημεία του σώματος. Ο δείκτης της σωματικής μάζας, με ποσοστιαία κατάταξη άνω του 91% σημαίνει ότι ο έφηβος είναι παχύσαρκος και απαιτείται παρέμβαση του διαιτολόγου. Παρόλα αυτά πρέπει να γνωρίζουμε ότι ακριβώς επειδή ο έφηβος είναι ακόμη στην ανάπτυξη, το τελικό του ύψος δεν έχει καθοριστεί, άρα συνεπώς δεν είναι εύκολο να πούμε με σιγουριά ότι η παχυσαρκία θα παραμείνει και μετά την ενηλικίωση.
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι το ποσοστό των παιδιών που το απασχολεί η σωματική του εικόνα και επιβάλλει στον εαυτό του πρακτικές αδυνατίσματος αυξάνεται με την ηλικία. Αυτή η συμπεριφορά είναι πιο εμφανής στα κορίτσια, παρά στα αγόρια, καθώς τα αγόρια ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μυική τους διάπλαση. Η Έρευνα Υγείας των Εφήβων στη πόλη της Μινεσότα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (1998), μελέτησε 30.000 εφήβους και έδειξε ότι το 12% των κοριτσιών βρισκόταν σε δίαιτα, το 30% των κοριτσιών έτρωγαν ανεξέλεγκτα, το 12% των κοριτσιών προκαλούσε εμετό στον εαυτό του, ενώ το 2% χρησιμοποιούσε καθαρτικά ή διουρητικά με σκοπό την απώλεια βάρους. Η μη ελεγχόμενη και άσκοπη απώλεια βάρους στους εφήβους μπορεί να προκαλέσει την ανεπαρκή κατανάλωση σημαντικών διατροφικών στοιχείων, καθώς περιλαμβάνει την αποφυγή γευμάτων, με πιο σημαντικό από αυτά του πρωινού. Η σωματική εικόνα μπορεί να βελτιωθεί με το να ενθαρρύνουμε τη σωματική άσκηση, αλλά πρέπει να δώσουμε προσοχή στη συζήτηση περί διατροφής με τις νεαρές κοπέλες καθώς η υπερβολική προσήλωση στο φαγητό μπορεί να προκαλέσει διατροφικές διαταραχές, όπως η βουλιμία και η ανορεξία. Συνεπώς, το καλύτερο θα ήταν να δώσουμε έμφαση στην ποικιλία και ισορροπία της διατροφής, παρά στο περιορισμό ή την απαγόρευση των «καλών» και «κακών» τροφών.
Νικόλαος Καραγιάννης BSc, SRD, MPhil
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος