Έχουν γίνει στο παρελθόν έρευνες όπου ένα κλασικό φάρμακο για τον διαβήτη, η μετφορμίνη, έχει χρησιμοποιηθεί σε παχύσαρκες εγκυμονούσες για να μειωθεί ο ρυθμός αύξησης του βάρους τους κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, με αντικρουόμενα όμως αποτελέσματα. Στις αναπτυγμένες χώρες υπολογίζεται ότι περίπου το 50 % των γυναικών πριν κυοφορήσουν είναι υπέρβαρες και παχύσαρκες και σε συνδυασμό με την επιπλέον αύξηση βάρους, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην υγεία της μητέρας όσο και του βρέφους μεταγενέστερα στη ζωή του. Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο της Αδελαΐδα στην Αυστραλία μελέτησαν 500 εγκυμονούσες υπέρβαρες και παχύσαρκες, τις οποίες χώρισαν σε 2 γκρουπ και στο ένα εξ αυτών δώσανε την μετφορμίνη, ενώ και στα δυο γκρουπ δώσανε οδηγίες για υγιεινή διατροφή και τρόπο ζωής γενικότερα. Συγκεκριμένα αυτή είναι η μοναδική έρευνα όπου συμπεριλάβανε εκτός από παχύσαρκες γυναίκες και υπέρβαρες, ενώ επίσης δόθηκαν και συγκεκριμένες οδηγίες για να βελτιωθεί στο μέγιστο η ποιότητα της διατροφής των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το γκρουπ των εγκύων που έπαιρναν την μετφορμίνη παρουσίασαν χαμηλότερη αύξηση βάρους από την αναμενόμενη, αλλά δεν υπήρξε καμία διαφορά μεταξύ των δυο γκρουπ μελέτης σε ότι αφορά την εκδήλωση υπέρτασης, διαβήτη κύησης, αυξημένο βάρους νεογνού στον τοκετό (πάνω από 4 κιλά) ή στις πιθανότητες καισαρικής. Συνεπώς οι επιστήμονες κατέληξαν ότι δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα στο να παρέμβουμε στις διατροφικές συνήθειες υπέρβαρων και παχύσαρκων γυναικών κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, αλλά θα πρέπει να επιδιώκουμε να παρέμβουμε πριν κυοφορήσουν και να επιδιώξουμε απώλεια βάρους και εδραίωση σωστής διατροφικής συμπεριφοράς.
Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil
Διαιτολόγος – Dietitian
Link: The Lancet