Όλο και περισσότερο ενδιαφέρον φαίνεται να παρουσιάζει η συνεχής αύξηση των αλλεργικών περιστατικών τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και επιστημονικό. Πιο συγκεκριμένα στην Αμερική από το 1997 έως το 2011 έχει παρουσιαστεί αύξηση στις διατροφικές αλλεργίες κατά 50 %, ενώ στα παιδιά από το 1997 έως το 2007 αυτή η αύξηση υπολογίζεται ότι είναι της τάξης του 18 %. Πολύ επιστήμονες υποστηρίζουν ότι παράγοντες όπως το περιβάλλον, το γενετικό μας προφίλ ή ο τρόπος ζωής μας έχουν οδηγήσει σε αυτή την κατακόρυφη αύξηση. Άλλοι όμως επιστήμονες υποστηρίζουν ότι παρουσιάζεται μια υπερ-διάγνωση και υπερβολική αναφορά αλλεργιών που σχετίζονται με ανακριβή μεθόδους διάγνωσης και παρερμηνείες σε ότι αφορά το τι είναι διατροφική αλλεργία.
Το δημοσιογραφικό προσωπικό γνωστής Αμερικάνικης ιστοσελίδας που ασχολείται με θέματα υγείας συζήτησε με εκπροσώπους του Αμερικάνικου Κολεγίου Αλλεργιών, Άσθματος και Ανοσολογίας για την έγκυρη και επιστημονικά άρτυα διευθέτηση του θέματος των διατροφικών αλλεργιών. Αρχικά οι εκπρόσωποι του Κολεγίου διαχώρισαν τις διαφορετικές έννοιες της διατροφικής αλλεργίας και της διατροφικής δυσανεξίας. Διατροφική αλλεργία είναι η άμεση αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος σε διατροφικά στοιχεία. Σύμφωνα με πληροφορίες του Αμερικάνικου πληθυσμού το 90 % των αλλεργικών αντιδράσεων προέρχεται από τρόφιμα όπως είναι τα αυγά, το γάλα, τα φιστίκια, τα καρύδια, το ψάρι, τα οστρακοειδή, το σιτάρι και η σόγια. Τα συμπτώματα που κάποιος μπορεί να αντιμετωπίσει κυμαίνονται από ήπια έως έντονα και περιλαμβάνουν συριγμό, βήχα, δύσπνοια, κνησμό, έμετο, κράμπες στο στομάχι, πρήξιμο στη γλώσσα και ζάλη, ενώ το χειρότερο σύμπτωμα που κάποιος μπορεί να βιώσει είναι η αναφυλαξία. Οι διατροφικές δυσανεξίες από την άλλη σχετίζονται με αντιδράσεις του γαστρεντερικού σωλήνα και μπορεί τα συμπτώματα να μοιάζουν αυτά της διατροφικής αλλεργίας, αλλά συνήθως τα πιο κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν πρήξιμο, κοιλιακό πόνο και διάρροια. Τα συμπτώματα της διατροφικής δυσανεξίας μπορεί να παρουσιάζονται και να χάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σχετίζονται με την ποσότητα του προβληματικού τροφίμου που κάποιος καταναλώνει.
Οι εκπρόσωποι του Αμερικάνικου Κολεγίου Αλλεργιών πρότειναν μερικούς παράγοντες οι οποίοι μπορεί να συμβάλουν σε αυτά τα φαινόμενα όπως η καθυστερημένη εισαγωγή τροφίμων στην διατροφή παιδιών σε μεγάλες ηλικίες (2-3 ετών), η υπερβολική χρήση αντιβακτηριδιακών σαπουνιών και καθαριστικών, η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών, η αύξηση στις καισαρικές γεννήσεις και η ποικιλότητα των βακτηριδίων στο έντερο μας. Επίσης όμως, όλο και περισσότερες έρευνες αποδεικνύουν ότι γίνεται μια υπερεκτίμηση των αλλεργιών – δυσανεξιών λόγω των ανακριβών τεχνικών διάγνωσης.
Σε ότι αφορά την υπερεκτίμηση των διαγνώσεων των αλλεργιών – δυσανεξιών οι εκπρόσωποι του Αμερικάνικου Κολεγίου Αλλεργιών επικεντρώθηκαν στα τεστ νυγμού και τα αιματολογικά τεστ που μετρούν επίπεδα ανοσοσφαιρίνης Ε. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες σε ότι αφορά την εγκυρότητα αυτών τον μεθόδων φάνηκε να είναι ανεπαρκή στην έγκυρη διάγνωση. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται ότι τα τεστ νυγμού είναι έγκυρα στο 60 % των περιπτώσεων και χρειάζεται πολλές φορές να γίνονται σε συνδυασμό με τα αιματολογικά τεστ ανοσοσφαιρίνης Ε για να μπορέσουν οι επιστήμονες να προσεγγίσουν μια πιο έγκυρη διάγνωση. Φυσικά και το ξεκαθαρίζουμε ότι οποιοδήποτε άλλο τεστ αλλεργίας – δυσανεξίας είναι ανάξιο λόγου, έχει ανεπαρκή επιστημονική υπόσταση και είναι καθολικά απορριπτέο από την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Τελικά, σύμφωνα πάντα με τους εκπροσώπους του Αμερικάνικου Κολεγίου Αλλεργιών, Άσθματος και Ανοσολογίας, αυτό το οποίο φαίνεται για την ώρα να είναι η πιο έγκυρη μέθοδος διάγνωσης αλλεργιών – δυσανεξιών είναι η ποσοτική και ποιοτική πρόκληση των τροφών. Πιο συγκεκριμένα ο ασθενής καλείτε να καταναλώσει ένα-ένα ξεχωριστά τα τρόφιμα τα οποία θεωρούνται ύποπτα σε ποσότητα και συχνότητα και βάση των αντιδράσεων το τρόφιμο εγκρίνετε ή απορρίπτετε από την διατροφή του. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί επιστήμονες φοβούνται να χρησιμοποιήσουν την συγκεκριμένη μέθοδο λόγου ανησυχίας εκδήλωσης έντονων συμπτωμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο όμως εξελίσσονται τα πράγματα είναι ότι η επιστημονική κοινότητα πρέπει σιγά-σιγά να αρχίσει να απομακρύνεται από τα τεστ νυγμού και τα αιματολογικά τεστ και να αρχίσει να χρησιμοποιεί περισσότερο την ποσοτική και ποιοτική πρόκληση των τροφών, για πιο έγκυρη διάγνωση.
Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil
Διαιτολόγος – Dietitian