Διατροφική δυσανεξία, αλλεργία ή Υπερευαισθησία είναι μερικοί από τους όρους που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουμε ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο φαγητό. Πιο συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Αλλεργικής και Κλινικής Ανοσολογίας (European Academy of Allergy and Clinical Immunology) προτείνει ότι οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο φαγητό πρέπει να ονομάζονται Υπερευαισθησίες στο Φαγητό και είναι και η ορολογία που θα χρησιμοποιήσουμε και σε αυτό το άρθρο. Εδώ θα παρουσιάσουμε μια σύνοψη αυτών που υποστηρίζει για το θέμα ο Βρετανικός Σύλλογος Διαιτολόγων (British Dietetic Association) σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Διαιτολογικής Πρακτικής που εκδίδει ο εν λόγω σύλλογος.

Οι Υπερευαισθησίες χωρίζονται σε διατροφικές αλλεργίες και σε Υπερευαισθησίες μη αλλεργιογόνες.

Οι διατροφικές αλλεργίες οφείλονται σε κάποια πρωτεΐνη κάποιου τροφίμου που αντιδρά με το ανοσοποιητικό σύστημα και αν υπάρχει μεσολάβηση της ανοσοσφαιρίνης Ε (φυσιολογική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλεί την παραγωγή ισταμίνης με συνήθη αλλεργικά συμπτώματα όπως φτέρνισμα, φαγούρα, κνίδωση, αγγειοοίδημα) τότε τα συμπτώματα μπορεί να είναι άμεσα και επικίνδυνα για το άτομο. Αν δεν υπάρχει μεσολάβηση της ανοσοσφαιρίνης Ε τότε τα συμπτώματα εκδηλώνονται σε πιο αργούς ρυθμούς και μπορούν να παρουσιάσουν δερματολογικά και εντερικά προβλήματα, όπως έκζεμα, διάρροια, δυσκοιλιότητα και εμετό.

Από την άλλη οι μη αλλεργιογόνες Υπερευαισθησίες δεν έχουν σχέση με το ανοσοποιητικό μας σύστημα και προκαλούνται από ουσίες των τροφών που δεν είναι πρωτεϊνικές. Αυτού του τύπου Υπερευαισθησίες μπορούν να προκαλέσουν άμεση απελευθέρωση ισταμίνης – άσχετη με την δράση του ανοσοποιητικού μας συστήματος- ή να οφείλονται σε φαρμακολογικές αντιδράσεις – π.χ. ουσίες που χρησιμοποιούνται ως ενισχυτικά γεύσης ή φυσικές ουσίες τροφίμων όπως οι βενζοϊκές ουσίες, το νικέλιο και η καφεΐνη- ή μπορεί να είναι ουσίες οι οποίες έχουν φλεβοσυσπαστική αντίδραση και προκαλούν πονοκέφαλο, ζαλάδα, ημικρανίες, και τέλος, μπορεί να οφείλονται στην έλλειψη κάποιου ενζύμου του πεπτικού συστήματος, όπως π.χ. της λακτάσης στην δυσανεξία στο γάλα.

Τα συμπτώματα σε ότι αφορά τις Υπερευαισθησίες, είτε είναι αλλεργιογόνες είτε μη, είναι κυρίως δερματολογικά (χλομή όψη, ερύθημα, κνησμός, κνίδωση, αγγειοοίδημα, έκζεμα, δερματίτιδες), στόματο-έντερο-γαστρο-οισοφαγικά (σύνδρομο στοματικής αλλεργίας, σύνδρομο εντεροπάθειας στην πρωτεΐνη των τροφών, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, αλλεργική οισοφαγίτιδα-γαστροεντερίτιδα, πρήξιμο χειλιών, αίσθηση φαγούρας στο στόμα και στις αναπνευστικές διόδους, διάρροια, εμετό, αναγούλα, κοιλιακό πόνο, εντεροπάθεια, εντεροκολίτιδα, πρωκτίτιδα, κοιλιοκάκη, δυσκοιλιότητα), αναπνευστικά (σύνδρομο Heiner, ρινόρροια), αλλά και συμπτώματα όπως η αναφυλαξία, η υπερ-κινητικότητα, η ημικρανίες, η ενούρηση κ.α.

Αν και συνήθως οι πάσχοντες μέσα από την εμπειρία τους έχουν την δυνατότητα να ανακαλύψουν τα τρόφιμα τα οποία τους προκαλούν προβλήματα, ο Βρετανικός Σύλλογος Διαιτολόγων παραδέχεται μόνο τέσσερις διαφορετικούς μεθόδους για την διάγνωση των Υπερευαισθησιών ως έγκυρες και αποτελεσματικές, ενώ οποιαδήποτε άλλη μέθοδος θεωρείται ανεπαρκής.

  1. Επιδερμικά      τεστ δια νυγμού, κατά τα οποία ελέγχονται συγκεκριμένες ανοσοσφαιρίνες Ε      στα σιτευτικά κύτταρα του δέρματος. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την      διάγνωση διατροφικών αλλεργιών που σχετίζονται με την μεσολάβηση της      ανοσοσφαιρίνης Ε. Αυτό το τεστ συνήθως γίνεται από αλλεργιολόγους με την      χρήση μιας ειδικής καρφίτσας και την τοποθέτηση του αλλεργιογόνου στην      επιφάνεια του δέρματος.
  2. Στοχευόμενα      αιματολογικά τεστ που πραγματοποιούνται σε ειδικά εργαστήρια και ελέγχουν      επίπεδα της ανοσοσφαιρίνης Ε σε σχέση με κάποιο τρόφιμο (διαπιστευμένο      τεστ: CAP-RAST FluorEnzymeImmunoAssay)      όπως το γάλα, το αυγό, τα αράπικα φιστίκια, το ψάρι, τη σόγια και το      σιτάρι. Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν βαθμό αντίδρασης από 1 ως 6 (1      συνεπάγεται πως δεν υπάρχει πρόβλημα, 6 ότι υπάρχει σε έντονο βαθμό) και      δεν παρουσιάζουν συγκεκριμένο όριο στο οποίο κάποιος θεωρείται ότι πάσχει      από κάποια Υπερευαισθησία.
  3. Επιδερμικά      τεστ τύπου Patch      όπου      διαφορετικά αλλεργιογόνα τοποθετούνται πάνω σε υγιές δέρμα για 48-72 ώρες      και ο αλλεργιολόγος κρίνει αν προκαλούν αλλεργική αντίδραση ή απλά      ερεθισμό.
  4. Αποκλεισμό      των τροφών που μπορούν να προκαλούν το πρόβλημα, είτε με την αποβολή ενός      τροφίμου την φορά είτα με την αποβολή πολλών διαφορετικών τροφίμων μαζί.      Τα πιο συνηθισμένα τρόφιμα που μπορεί να προκαλούν Υπερευαισθησίες -χωρίς      να σημαίνει πως είναι τα μόνα- είναι το γάλα και τα παράγωγα αυτού, το      σιτάρι, το αυγό, τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλι, ανανάς, μανταρίνι, σαγκουίνι,      γκρέιπφρουτ, φράουλα, μούρα), το χοιρινό, τα εντόσθια, το ψάρι, τα      θαλασσινά, η σίκαλη, το κριθάρι, η βρώμη, το καλαμπόκι, οι ξηροί καρποί,      οι σπόροι, οι ζύμες, η πατάτα, η ντομάτα, το κρεμμύδι, το σκόρδο, η      σοκολάτα, ο καφές, το τσάι, η σόγια, τα συντηρητικά τροφίμων, ιδιαίτερα οι      βενζοϊκές ουσίες (Ε210-Ε219) και τα θειώδη, καθώς και οι χρωστικές      τροφίμων, όπως τα Ε102, Ε110, Ε122, Ε123, Ε124, Ε128, Ε129, Ε151, Ε154,      Ε155, Ε180. Τρόφιμα, όπως για παράδειγμα το ψάρι ή η σοκολάτα, είναι      εύκολο να αποβληθούν από την διατροφή κάποιου και οι πηγές αυτών των      τροφίμων είναι εύκολο να αναγνωριστούν από το άτομο που πάσχει. Από την      άλλη όμως, τρόφιμα όπως το σιτάρι και το γάλα είναι πιο δύσκολο να      αποβληθούν από την καθημερινότητα κάποιου, λόγω της εκτεταμένης χρήσης      αυτών σε διαφορετικά παράγωγα της βιομηχανίας τροφίμων. Επίσης, διατροφικές      ουσίες, όπως τα συντηρητικά και οι χρωστικές τροφίμων, χρησιμοποιούνται σε      οδοντόπαστες, φάρμακα, συμπληρώματα διατροφής, χρώματα, κιμωλίες και      καλλυντικά ενώ το σιτάρι και οι ζύμες μπορεί να βρεθούν και σε      φαρμακευτικά σκευάσματα.

Η τελευταία μέθοδος διάγνωσης αποτελεί και την μοναδική μέθοδο θεραπείας. Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, το άτομο υποχρεώνεται σε αποβολή κάποιων τροφίμων από την διατροφή του για μια περίοδο 2-3 εβδομάδων – η οποία, όμως, μπορεί να χρειαστεί να φτάσει ως και τις 6 εβδομάδες- μέχρι να εξαλειφθούν τα συμπτώματα. Στη συνέχεια απαιτείτε η ποσοτική και ποιοτική διατροφική πρόκληση, έτσι ώστε να ανιχνεύσουμε πιο εξειδικευμένο διατροφικό στοιχείο ή τρόφιμο προκαλεί συμπτώματα και ακολουθεί η αναδιοργάνωση της διατροφής, έτσι ώστε να παραμένει πλήρης και ισορροπημένη, χωρίς την χρήση αυτού του τροφίμου.

Οι διατροφικές υπερευαισθησίες παραμένουν ένα αμφιλεγόμενο θέμα σε ότι αφορά την διάγνωση και η αποβολή κοινών τροφίμων από την διατροφή, όπως το γάλα και το σιτάρι, μπορεί να αποτελέσει αιτία διατροφικής ανεπάρκειας, ιδιαίτερα σε ευάλωτους οργανισμούς, όπως αυτός των παιδιών. Η συνεργασία του έμπειρου διαιτολόγου με τον πάσχοντα είναι απαραίτητη.

Καραγιάννης Νικόλαος BSc, SRD, MPhil

Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος – Ερευνητής